Ως πολίτες υφιστάμεθα, σχεδόν καθημερινά, ένα «βομβαρδισμό» ανακοινώσεων, ειδήσεων και προβλέψεων για το ψηφιακό μέλλον της τεχνολογίας και πιο ειδικά των Μέσων.
Ένα ψηφιακό μέλλον που προβλέπεται να είναι καλύτερο, δυναμικότερο και να προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες. Η πραγματικότητα βέβαια, μεταβάλλει ορισμένες φορές τους «οραματιστές» σε «αιθεροβάμονες», για το λόγο ότι η οικονομία δεν τρέχει χέρι-χέρι με την τεχνολογία.
Αφορμή για έναν τέτοιο προβληματισμό προκαλούν ειδήσεις από χώρες της Ε.Ε. που δείχνουν ότι η ψηφιακή μετάβαση στα οπτικοακουστικά μέσα δε μπορεί να πραγματοποιηθεί με τους ρυθμούς που πολλοί επιθυμούν.
Π.χ. στο Ην. Βασίλειο η εταιρία GCapMedia, που έχει στην κατοχή της ιδιωτικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, καθώς και το Channel 4 συμφωνούν σ’ ένα πράγμα: στην περικοπή των ψηφιακών σχεδιασμών τους. Η μεν πρώτη θα διακόψει τη λειτουργία δύο ραδιοφωνικών σταθμών που εκπέμπουν χρησιμοποιώντας τη ψηφιακή τεχνολογία DAB, το δε δεύτερο δεν πρόκειται να προχωρήσει στη δημιουργία του αποκλειστικά ψηφιακού τηλεοπτικού καναλιού One World, το οποίο θα ανέβαινε στην ψηφιακή επίγεια πλατφόρμα Freeview.
Και στις δύο περιπτώσεις ο κυριότερος παράγοντας που επέβαλλε αναπροσαρμογή των σχεδίων ήταν το υψηλό κόστος.
Αλλά και στη Γερμανία, ο Διευθύνων Σύμβουλος της ProSiebenSat (ενός εκ των μεγαλυτέρων ιδιωτικών τηλεοπτικών οργανισμών) κος Guillaume de Posch ανακοίνωσε την απόφαση παύσης λειτουργίας ορισμένων ψηφιακών τηλεοπτικών καναλιών.
Γιατί λοιπόν συμβαίνουν τέτοια φαινόμενα, εν μέσω μιας εξέλιξης που ουδείς αμφισβητεί ότι θα βασίζεται στη γενίκευση της ψηφιακής τεχνολογίας; Μάλλον συμβαίνουν διότι η αύξηση του αριθμού των ψηφιακών καναλιών σημαίνει και περισσότερο ανταγωνισμό για την προσέλκυση κοινού και διαφημιστικών εσόδων.
Στη σημερινή, όμως, κοινωνικοοικονομική συγκυρία η διαφήμιση υφίσταται μεταλλαγές, καθώς η διεθνής οικονομική κατάσταση οδηγεί τα νοικοκυριά σε περιορισμό των καταναλωτικών δαπανών τους.
Οι διαφημιστές απαιτούν πλέον οι διαφημίσεις να είναι πιο στοχευμένες, πιο προσωποποιημένες και να βασίζονται σε μετρήσιμα αποτελέσματα. Η διαδραστικότητα, η οποία είναι η πολλά υποσχόμενη δυνατότητα που παρέχει η ψηφιακή τηλεόραση, βρίσκεται ακόμη σε εμβρυακό στάδιο και παρέχεται από λίγες ψηφιακές πλατφόρμες.
Αποδίδει, έτσι, περιορισμένα αποτελέσματα και για την τηλεθέαση των ψηφιακών καναλιών αλλά και τα διαφημιστικά έσοδα τους. Όμως, το ψηφιακό μέλλον δεν είναι ακριβώς «στρωμένο με ροδοπέταλα» ακόμη και για τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς που δεν έχουν τις ίδιες εμπορικές πιέσεις.
Από τη μία, οι εν λόγω φορείς έχουν την υποχρέωση να είναι παρόντες σε όλες τις πλατφόρμες (ειδικά η επίγεια ψηφιακή προωθείται κυρίως από τους δημόσιους σταθμούς) επωμιζόμενοι το κόστος που συνεπάγεται αυτή η πολιτική.
Από την άλλη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ιδίως η αρμόδια Επίτροπος για θέματα Ανταγωνισμού κα Neelie Kroes φαίνεται να ασκούν στενό έλεγχο στη διαχείριση των εσόδων τους από το ανταποδοτικό τέλος, ιδιαίτερα εάν αυτό χρησιμοποιηθεί για εμπορικούς σκοπούς.
Ορισμένοι συγκρίνουν τη διαδικασία μετάβασης από την αναλογική στην αποκλειστικά
ψηφιακή μετάδοση με την αντίστοιχη μετάβαση από τα ΑΜ στα FM στο ραδιόφωνο.
Χρειάστηκαν τότε 25 χρόνια ώστε τα FM να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των ακροατών από τα ΑΜ. Για το σκοπό αυτό απαιτήθηκε η «συμμαχία» μιας σειράς επιχειρηματικών φορέων, επενέργησε η δημογραφική εξέλιξη (οι νέοι ακροατές από τη δεκαετία του 1970 προτιμούν τα FM), αλλά έπαιξε κι ένα ρόλο η τύχη.
Το ζήτημα είναι ότι, σήμερα, οι υπεύθυνοι των τηλεοπτικών φορέων δεν είναι διατεθειμένοι να περιμένουν τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Έτσι, το συμπέρασμα που βγαίνει απ’ όλα αυτά λέει πως το μέλλον είναι σίγουρα ψηφιακό, αλλά ίσως είναι καλύτερο να μην υπάρχει βιασύνη ώστε οι εξελίξεις να είναι σταθερές και ώριμες.
Ένα ψηφιακό μέλλον που προβλέπεται να είναι καλύτερο, δυναμικότερο και να προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες. Η πραγματικότητα βέβαια, μεταβάλλει ορισμένες φορές τους «οραματιστές» σε «αιθεροβάμονες», για το λόγο ότι η οικονομία δεν τρέχει χέρι-χέρι με την τεχνολογία.
Αφορμή για έναν τέτοιο προβληματισμό προκαλούν ειδήσεις από χώρες της Ε.Ε. που δείχνουν ότι η ψηφιακή μετάβαση στα οπτικοακουστικά μέσα δε μπορεί να πραγματοποιηθεί με τους ρυθμούς που πολλοί επιθυμούν.
Π.χ. στο Ην. Βασίλειο η εταιρία GCapMedia, που έχει στην κατοχή της ιδιωτικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, καθώς και το Channel 4 συμφωνούν σ’ ένα πράγμα: στην περικοπή των ψηφιακών σχεδιασμών τους. Η μεν πρώτη θα διακόψει τη λειτουργία δύο ραδιοφωνικών σταθμών που εκπέμπουν χρησιμοποιώντας τη ψηφιακή τεχνολογία DAB, το δε δεύτερο δεν πρόκειται να προχωρήσει στη δημιουργία του αποκλειστικά ψηφιακού τηλεοπτικού καναλιού One World, το οποίο θα ανέβαινε στην ψηφιακή επίγεια πλατφόρμα Freeview.
Και στις δύο περιπτώσεις ο κυριότερος παράγοντας που επέβαλλε αναπροσαρμογή των σχεδίων ήταν το υψηλό κόστος.
Αλλά και στη Γερμανία, ο Διευθύνων Σύμβουλος της ProSiebenSat (ενός εκ των μεγαλυτέρων ιδιωτικών τηλεοπτικών οργανισμών) κος Guillaume de Posch ανακοίνωσε την απόφαση παύσης λειτουργίας ορισμένων ψηφιακών τηλεοπτικών καναλιών.
Γιατί λοιπόν συμβαίνουν τέτοια φαινόμενα, εν μέσω μιας εξέλιξης που ουδείς αμφισβητεί ότι θα βασίζεται στη γενίκευση της ψηφιακής τεχνολογίας; Μάλλον συμβαίνουν διότι η αύξηση του αριθμού των ψηφιακών καναλιών σημαίνει και περισσότερο ανταγωνισμό για την προσέλκυση κοινού και διαφημιστικών εσόδων.
Στη σημερινή, όμως, κοινωνικοοικονομική συγκυρία η διαφήμιση υφίσταται μεταλλαγές, καθώς η διεθνής οικονομική κατάσταση οδηγεί τα νοικοκυριά σε περιορισμό των καταναλωτικών δαπανών τους.
Οι διαφημιστές απαιτούν πλέον οι διαφημίσεις να είναι πιο στοχευμένες, πιο προσωποποιημένες και να βασίζονται σε μετρήσιμα αποτελέσματα. Η διαδραστικότητα, η οποία είναι η πολλά υποσχόμενη δυνατότητα που παρέχει η ψηφιακή τηλεόραση, βρίσκεται ακόμη σε εμβρυακό στάδιο και παρέχεται από λίγες ψηφιακές πλατφόρμες.
Αποδίδει, έτσι, περιορισμένα αποτελέσματα και για την τηλεθέαση των ψηφιακών καναλιών αλλά και τα διαφημιστικά έσοδα τους. Όμως, το ψηφιακό μέλλον δεν είναι ακριβώς «στρωμένο με ροδοπέταλα» ακόμη και για τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς που δεν έχουν τις ίδιες εμπορικές πιέσεις.
Από τη μία, οι εν λόγω φορείς έχουν την υποχρέωση να είναι παρόντες σε όλες τις πλατφόρμες (ειδικά η επίγεια ψηφιακή προωθείται κυρίως από τους δημόσιους σταθμούς) επωμιζόμενοι το κόστος που συνεπάγεται αυτή η πολιτική.
Από την άλλη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ιδίως η αρμόδια Επίτροπος για θέματα Ανταγωνισμού κα Neelie Kroes φαίνεται να ασκούν στενό έλεγχο στη διαχείριση των εσόδων τους από το ανταποδοτικό τέλος, ιδιαίτερα εάν αυτό χρησιμοποιηθεί για εμπορικούς σκοπούς.
Ορισμένοι συγκρίνουν τη διαδικασία μετάβασης από την αναλογική στην αποκλειστικά
ψηφιακή μετάδοση με την αντίστοιχη μετάβαση από τα ΑΜ στα FM στο ραδιόφωνο.
Χρειάστηκαν τότε 25 χρόνια ώστε τα FM να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των ακροατών από τα ΑΜ. Για το σκοπό αυτό απαιτήθηκε η «συμμαχία» μιας σειράς επιχειρηματικών φορέων, επενέργησε η δημογραφική εξέλιξη (οι νέοι ακροατές από τη δεκαετία του 1970 προτιμούν τα FM), αλλά έπαιξε κι ένα ρόλο η τύχη.
Το ζήτημα είναι ότι, σήμερα, οι υπεύθυνοι των τηλεοπτικών φορέων δεν είναι διατεθειμένοι να περιμένουν τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Έτσι, το συμπέρασμα που βγαίνει απ’ όλα αυτά λέει πως το μέλλον είναι σίγουρα ψηφιακό, αλλά ίσως είναι καλύτερο να μην υπάρχει βιασύνη ώστε οι εξελίξεις να είναι σταθερές και ώριμες.
www.followthemedia.com, "ΕΝΔΙΑΜΕΣΑ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου